- προσχώσεις ή αλλουβιοκές αποθέσεις
- Η απόθεση χαλαρών (ασύνδετων) υλικών, όπως χάλικες, άμμος, άργιλος και οργανικά υπολείμματα, που προέρχονται από την αποσάρθρωση προϋπαρχόντων πετρωμάτων, και μεταφέρονται κυρίως από τα υδάτινα ρεύματα, αλλά και από τους ανέμους και τους παγετώνες. Η απόθεση των κλαστικών αυτών υλικών, που μεταφέρουν τα ρέοντα ύδατα, γίνεται όταν η ταχύτητα του νερού ελαττωθεί, γι’ αυτό και σχηματίζονται π. στις καμπές της κοίτης των ποταμών, στα σημεία εισόδου ενός ορεινού ρεύματος σε μία πεδιάδα επίπεδη, οπότε αλλάζει απότομα η κλίση του εδάφους, και στις εκβολές των ποταμών. Πολλές φορές, όταν ένας ποταμός ή χείμαρρος πλημμυρίσει, πραγματοποιείται αμέσως και εκτεταμένη απόθεση προσχωσιγενών υλικών, με αποτέλεσμα την καταστροφή των καλλιεργειών και των κατοικημένων κέντρων που βρίσκονται στη γύρω περιοχή. Η απόθεση των προσχωσιγενών υλικών γίνεται ανάλογα με το βάρος και το μέγεθός τους κατά στρώματα· στα χαμηλότερα σημεία τους αποτίθενται τα πιο αδρομερή, ενώ στα ανώτερα τα πιο λεπτόκοκκα. Οι π. επειδή περικλείουν άφθονες οργανικές ουσίες, συντελούν στον σχηματισμό πολύ γόνιμων εδαφών· είναι γνωστές πολλές εκτεταμένες εύφορες πεδιάδες που διαμορφώθηκαν με το πέρασμα των αιώνων, στον μέσο και κάτω ρου των μεγάλων ποταμών (π.χ. του Νείλου).
Από τις μεγαλύτερες και καταστροφικότερες πλημμύρες που έχουν συμβεί στον 20ό αιώνα, με αποτέλεσμα την κάλυψη των γύρω περιοχών με προσχώσεις, είναι του Μισισιπή (1927, 1937, 1951, 1952), του Οχάιο (1937), του Κίτρινου ποταμού και των παραποτάμων του (1957), του Πάδου (1951, 1957), του Άρνου, Αδίγη, Ιζόντσο, Πιάβε (1967).
Συχνά, μέσα στις π. βρίσκονται και πολύτιμα ορυκτά, τα οποία αποσπάστηκαν με τη διάβρωση από τα πετρώματα των ορεινών περιοχών και μεταφέρθηκαν από τα ρέοντα ύδατα· τα προσχωματικά αυτά κοιτάσματα είναι τα πρώτα που εκμεταλλεύτηκε ο άνθρωπος (π.χ. ο προσχωματικός χρυσός).
Κορεάτες στρατιώτες καθαρίζουν τις προσχώσεις στις όχθες του ποταμού Χαν μετά από πλημμύρες που έπληξαν την πόλη της Σεούλ (φωτ. ΑΠΕ).
Dictionary of Greek. 2013.